Monolith from beyond time

Monolith from beyond time
Heathen

Tuesday, March 31, 2015

Ελέγχουν τη νύχτα






Η Φέλονυ στάθηκε πίσω από τη στήλη. 
Έμεινε να κοιτάζει απορροφημένη την πέτρα για αρκετή ώρα. ''Τι είναι;" Η φωνή του Μπόντινοκ που πλησίαζε. Ο γνώμος στάθηκε δίπλα της και τέντωσε το λαιμό του, γιατί δυσκολευόταν να διαβάσει τόσο ψηλά με το φως του δειλινού. "Ω" έκανε.

Για εσάς τους δύο που ψάξατε πίσω από την στήλη και σας είπα ότι δε βρήκατε τίποτα- κανένας δεν είναι αλάνθαστος... Τα παρακάτω ήταν χαραγμένα στην πίσω μεριά της στήλης της νύχτας.



"Ελέγχουμε τη νύχτα
Ελέγχουμε με την ημέρα
Καθώς πιστεύουμε στα παραδεδομένα
Πολεμούμε για την αλήθεια
Στρατός της ειρήνης κτίστης
Με τις κλίμακες της δικαιοσύνης
Είμαστε φύλακες της πίστης.

Ελέγχουμε τη νύχτα
Δέκα χιλιάδες φωνές
Ελέχγουμε τη νύχτα
Αλόγων άγριων οπλές

Ελέγχουμε την νύχτα
Με φλόγα και φωτιά
Όσοι αντιστέκονται
κείτονται εδω δα
Έτσι αποκοιμισμένα
τα παιδιά μας ονειρεύονται
Στην αγκαλιά ασφαλή
Εκείνου πέρα από την πίστη

Οι μάχες φθείραν τη σημαία
Ελέγχουμε τη νύχτα
Κυριεύουμε με τη ρομφαία
Ελέγχουμε τη νύχτα
Από το σκότος στο φως βρυγχώμαστε
Σαν την αστραπή
Ελέγχουμε τη νύχτα
Γεννήθηκε μια ιερή φυλή
Ελέγχουμε τη νύχτα
Πολέμου σκύλοι αθάνατοι
Ελέγχουμε τη νύχτα
Με τον όρκο που έχει παρθεί
Μέχρι και ο τελευταίος να χαθεί
Ελέγχουμε τη νύχτα

Ελέγχουμε τη νύχτα
Προστατεύουμε το σπιτικό μας
Αγνοί και δίκαιοι όσοι πέσαν
από τον νικημένο εχθρό μας
Οι λεπίδες μας λεκιασμένες,
Το αίμα τους φυλάγουμε
Θύμιση για τις ζωές
που χρειάστηκε να πάρουμε

Για να ελέγχουμε τη νύχτα
Μια νέα εποχή αχνοφαίνεται
Ελέγχουμε τη νύχτα
Ενώ η μάχη μαίνεται
Ελέγχουμε τη νύχτα

Οι μάχες φθείραν τη σημαία
Ελέγχουμε τη νύχτα
Κυριεύουμε με τη ρομφαία
Ελέγχουμε τη νύχτα
Από το σκότος στο φως βρυγχώμαστε
Σαν την αστραπή
Ελέγχουμε τη νύχτα
Γεννήθηκε μια ιερή φυλή
Ελέγχουμε τη νύχτα
Πολέμου σκύλοι αθάνατοι
Ελέγχουμε τη νύχτα
Για τους γενναίους που πέρασαν
Και όσους θα γεννηθούν
Θα ελέγχουμε τη νύχτα."


Sunday, March 22, 2015

Pillars of the night

Έλα να πορωνόμαστε λίγο!
"Η φονική κομπανία έφτασε τελικά εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα τις στήλες της νύχτας. Η Άιριν χάιδεψε απαλά την ράχη του κουρασμένου της αλόγου το οποίο χρεμέτισε και σταμάτησε.
Έμειναν για λίγο εκεί, χαζεύοντας τις φωτιές να καλπάζουν κατά μήκος 
των συνόρων.
Η Άιριν ψιθύρισε στο άλογο.
"Ελπίζω να τους φτάσουμε πρώτοι. Τώρα όλος ο βορράς ξέρει ότι είναι εδώ.."

Tuesday, March 3, 2015

DnD story in 5 minutes, pt 1

Project: DnD story in 5 minutes. Επειδή σίγουρα χρειάζεται ένα ξεσκόνισμα της ιστορίας. Τίποτα λογοτεχνικό, τα έχω συμπτήξει όλα, αν νομίζετε ότι κάτι ξεχνάω να μου το πείτε. η ιστορία θα ανέβει σε 6 μέρη: 
1) Siege of Greyhawk, 
2) Last breaths of Ashenport, 
3) The Yan-ti temple, 
4) One night in the city, 
5)Sleeper in the tomb of dreams και 
6) Heathen.


Prologue: The Siege of Greyhawk
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, Ο Άβαταρ ο νάνος πολεμιστής και ο Οζάιντ, το ξωτικό Ρέιντζερ αναγκάστηκαν να μοιραστούν ένα τραπέζι στην γεμάτη κόσμο ταβέρνα του Γκριζογέρακα, μιας μικρής αλλά πολύβουης πόλης στην καρδιά της Ράλιον.

Ο Άβαταρ είχε γεννηθεί στην κοιλάδα του Έλσιρ και ήταν γιος του βασιλιά της φυλής του αμέθυστου, Γκουντέρα. Σε παιδική ηλικία, όλη του η οικογένεια πλην του πατέρα του ξεκληρίστηκε και αυτός επέζησε από θαύμα. Τώρα εγκατέλειψε την φυλή σύμφωνα με το έθιμο για να αποδείξει την αξία του αποκτώντας δόξα, ώστε να κριθεί άξιος διάδοχος του θρόνου.

Ο Οζάιντ μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στην πρωτεύουσα των ξωτικών της Ράλιον, στην Λεισθένα. Όπως ο Άβαταρ, έτσι και αυτός σώθηκε από θαύμα όταν το χωριό του ξεκληρίστηκε από επίθεση των Ντροόυ. Ο Οζάιντ ανατράφηκε και έμαθε την τέχνη του Ρέιντζερ από μια ομάδα Ρέιντζερς με αρχηγό τον Μπραν, που είχε τον Οζάιντ σαν παιδί του. Όταν ενηλικιώθηκε ο Οζάιντ το έσκασε από το μεγάλο δάσος και την ομάδα του.

Οι δύο ήρωες, ύστερα από πολύωρη συζήτηση, συμπάθησαν ο ένας τον άλλον, παρά το φυλετικό τους χάσμα. Σύντομα παρατήρησαν έναν μυστηριώδη κουκουλοφόρο που ξεχώριζε από το πλήθος. Όλο το βράδυ τους ζύγιαζε με το βλέμμα και μασούλαγε ένα ξερό κομμάτι ψωμί, απ’όπου και του βγάλανε το παρατσούκλι ‘ο ψωμάκιας’. Ο κουκουλοφόρος τους προσέγγισε και τους πρότεινε, αν «ψάχνουν για μπελάδες» να επισκεφτούν τον γειτονικό πύργο ενός μάγου λίγο έξω από τον Γκριζογέρακα. Οι ήρωες το επόμενο απόγευμα κιόλας έφυγαν από τον Γκριζογέρακα και κίνησαν δυτικά.Έπειτα από μια τρίωρη πεζοπορία έφτασαν τον πύργο του μάγου και πολέμησαν μια ορδή γκόμπλιν που του επιτίθονταν. Στο εσωτερικό ο μάγος, τον οποίο δεν μπορούσαν να διακρίνουν γιατί επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, τους ευχαρίστησε που ξεπάστρεψαν τα γκόμπλιν, τους θύμισε πως «η ιστορία είναι το σημαντικότερο από όλα τα μαθήματα» και τους διηγήθηκε μια ιστορία.. για το πως ο ίδιος έχασε ένα πολύ σημαντικό οικογενειακό κειμήλιο, ένα κόκκινο πολύτιμο λίθο, μέσα στις σπηλιές των γκόμπλιν στα βόρεια του γκριζογέρακα. Ύστερα έταξε αμοιβή στους ήρωες εάν του το επέστρεφαν.

Ο νάνος και το ξωτικό επέστρεψαν βράδυ στην πόλη και δέχτηκαν επίθεση από ένα σκυλί της κολάσεως.  Οι πολίτες, ανάστατοι από τη μάχη βγήκαν από τα σπίτια τους και ο τοπικός ιερέας, ο Γιόχαν, τους ζήτησε να ξεπαστρέψουν έναντι αμοιβής μερικούς απεθάντους που μάστιζαν το νεκροταφείο. 

Την επόμενη νύχτα μετά από μονοήμερη ανάπαυση το ντουέτο εισέβαλλε στο νεκροταφείο της πόλης. Όταν η μάχη με τους απεθάντους έγινε υπερβολικά δύσκολη ο τοίχος του νεκροταφείου γκρεμίστηκε παρασύρωντας πολλόυς απέθαντους και την εμφάνισή του έκανε ο Μπόντινοκ για πρώτη φορά, καβάλα σε μια τεράστια μηχανή του καφέ με ροδάκια.

Ο Μπόντινοκ είχε ανατραφεί στη Σιταρήθρα, το χωριό των Γνώμων στην καρδιά της Ράλιον από τη μητέρα του Γκοντβίνα και το θείο του Βόλκαουνθ. Δε γώρισε πατέρα και όλοι του λέγαν ότι πέθανε πριν γεννηθεί. Αφού σπούδασε στην τοπική σχολή μαγείας αποφάσισε να γνωρίεσει το «μεγάλο έξω κόσμο» κάτι αναμενόμενο από όλους καθώς πάντα ήταν ανήσυχο πνεύμα. Ταξίδεψαν με το θείο του στον Γκριζογέρακα, ο ένας για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό ευρεσιτεχνιών με την νέα του μηχανή του καφέ, ο άλλος για να συνεχίσει το ταξίδι του από εκεί. Έπειτα από ατύχημα ο Μπόντινοκ και η μηχανή του καφέ εκείνο το βράδυ κατέληξαν περικυκλωμένοι από απεθάντους.

Το τρίο των μαχόμενων ενάντια στα ζόμπι σύντομα έγινε κουαρτέτο (οκ σταματάω εδώ) όταν έσκασε μύτη και ο Σόνικ, το ξωτικό τυχωδιόκτης. Ο Σόνικ είναι αγνώστου προέλευσης- ο ίδιος δεν αποκάλυψε ποτέ τίποτα.Αυτό που όλοι αργά ή γρήγορα ανακάλυψαν βέβαια είναι ότι έχει κάποια daddy issues.

Η μάχη με τους απέθαντους συνεχίστηκε για ένα διήμερο, με διαλείμματα για επιστροφή στην ασφάλεια του ξενοδοχείου και ξεκούραση. Στο διάστημα αυτό η τετράδα γνώρισε το Μισο-ορκ βάρβαρο Ρέξαρ που προστέθηκε προσωρινά στην ομάδα, πολέμησε κτηνώδεις αρουραίους στο υπόγειο του πανδοχείου και δέχτηκαν την πρόταση εργασίας από έναν εκκεντρικό τοπικό ιερέα που τους ζητούσε το κομμάτι ενός σάβανου από το νεκροτεφείο, τουλάχιστον 200 χρονών, για τις μελέτες του.

Πολεμώντας απεθάντους και υπερνικώντας τις παγίδες των μεγάλων κρυπτών οι ήρωες καθάρισαν όλο το νεκροταφείο. Ενώ οι υπόλοιποι έπαιρναν το μαγικό τόξο που έριχνε βλήματα που εκρηγνύονταν από τον τάφο ενός τοπικού ήρωα, ο Άβαταρ επέστρεψε το σάβανο στον περίεργο ιερέα μόνο και μόνο για να αντιληφθεί πως αυτός σχεδίαζε κάποια ανίερη τελετή. Μέσα στα επόμενα 10 λεπτά η πόλη του Γκριζογέρακα δεχόταν επίθεση από ένα στρατό 1000 απεθάντων που εμφανίστηκαν από το πουθενά.
Οι ήρωες αρχικά οδήγησαν μέσα στα τείχη όσους είχαν μείνει έξω και στη συνέχεια πολέμησαν οχυρωμένοι μέσα στην πόλη. Ο Ψωμάκιας έκλεψε το εκρηκτικό μαγικό τόξο και εξαφανίστηκε. Τελικά με κάποιον άγνωστο τρόπο οι απέθαντοι εισέβαλλαν στην πόλη και την κατέκλυσαν. Ο Γιόχαν βρήκε τους παίκτες και τους ανήγγειλε ότι ο Πέλορ προέβλεψε πως ο Γκριζογέρακας θα σωζόταν μόνο εάν αυτοι οι 5 έφευγαν από την πόλη. Τους οδήγησε στα υπόγεια του ναού του Πέλορ, μπροστά σε μια αρχαία πέτρα με ένα κορμί εγκλωβισμένο μέσα της που αποδείχθηκε ότι ήταν πύλη και τους τηλεμετέφερε.

Η ομάδα τηλεμεταφέρθηκε στους βάλτους βόρεια του Γκριζογέρακα και είδαν την πόλη να καίγεται. Εκεί γνώρισαν τον Φάλιθ, ένα δρυίδη και το μαθητευόμενό του, Μόρντιακ, του οποίου το παρελθόν ακόμα ο ίδιος δεν έχει αποκαλύψει. Ο Φάλιθ έμαθε από τους ήρωες για το Γκριζογέρακα, πήρε για μαθητευόμενο τον Ρέξαρ και άφησε το Μόρντιακ στην ομάδα. Η νέα 5αδα τράβηξε για τις σπηλιές των γκόμπλιν, να βρει το πετράδι του μάγου.

Στις σπηλιές οι ήρωες πολέμησαν γκόμπλιν και χομπγκόμπλιν, ελευθέρωσαν έναν αιχμάλωτο μάγο και τη Λάισσα, μια μυστηριώδη γυναίκα-γάτα και ξεπάστρεψαν ένα Όγκερ αρχηγό της φυλής (20-20!). Η σπηλιά όμως ήταν το σπίτι ενός κόκκινου δράκου ο οποίος ξεοργίστηκε με το θάνατο των υπηρετών του. Η ομάδα υποχώρησε στα ενδότερα του σπηλαίου, ο Σόνικ και ο Μόρντιακ έκλεψαν λίγο από το θησαυρό του δράκου και όλοι μαζί βρέθηκαν σε ένα πέτρινο δωμάτιο, σπαρμένο με νεκρά γκόμπλιν.
Στη μέση του δωματίου, μπροστά σε έναν μαγικό κύκλο, στεκόταν ένας πολύ ψηλός χλωμός άντρας που καθώς οι ήρωες μπαίναν μέσα στο δωμάτιο ολοκλήρωσε μια μαγική τελετή και τράβηξε από τον κύκλο ένα κατάμαυρο σπαθί γεμάτο νεκροκεφαλές. «Ψυχοφάγε, επιτέλους!» φώναξε, μεταμορφώθηκε σε έναν φλεγόμενο δαίμονα και εξαφανίστηκε.

Οι ήρωες πήραν από το μαγικό κύκλο το κόκκινο πετράδι του μάγου,ο Μπόντινοκ κλήτευσε ένα Fire elemental για να πολεμήσει τον κόκκινο δράκο (???!!), αλλά εντέλει ο αντιπερισπασμός δούλεψε και οι παίκτες το έσκασαν. Έπειτα από μέρες κρυψίματος και τρεχαλητού η ομάδα έφτασε στον πύργο του μάγου και αυτός τους αντάμειψε για τις υπηρεσίες τους, λέγοντας τους πως ο Γκριζογέρακας σώθηκε από μια ιέρεια ονόματι Θέμιδα και έναν πολεμιστή που άκουγε στο όνομα Ρέντγκαρ ( οι ήρωες δεν το ξέραν τότε αλλά ο πολεμιστής και η ιέρεια ειδοποιήθηκαν από τον Φάλιθ για την πόλη- έτσι εκπληρώθηκε η πρόβλεψη του Πέλορ).

Μετά το πέρας της αποστολής, η ομάδα διαλύθηκε.



Όχι για πολύ.