Monolith from beyond time

Monolith from beyond time
Heathen

Sunday, October 18, 2015

Chapter 2, The Yuan Ti temple

Chapter 2: The Yuan Ti temple
“Teleutaia einai mia nooboapostolh mia mentalist me kati malakes p mas koitane sunexeia. exe xarh p 8a paroume lg lefta alliws tn p..........
H dikia m apostolh einai g evil opios akolou8ei na kanei comment.”

QUOTING THE DEAD GUY: Sonic
                                                                            Leoeak Arroway
http://dnd-gengroup.blogspot.gr/2010/02/teleutaia-apostolh.html



Οι ήρωες λίγες βδομάδες μόνο μετά τα γεγονότα του Άσενπορτ (βλ. Chapter 1) φτάνουν στην πόλη των Τεσσάρων ανέμων, τον αρχικό προορισμό τους. Εκεί αποχαιρετούν την Τέρζα και τους υπόλοιπους έμπορες του Χρυσού Φύλλου και παραδίδουν τα δέματα με τις αποδείξεις που τους είχαν δοθεί στις διάφορες συντεχνίες πόλης (παρεπιπτώντως ακόμα δεν έχετε επιστρέψει στην Καρ’κοχάιντ για να εισπράξετε τα 4000 g). Πλησιάζοντας την πόλη και πριν μπουν ακόμα στα τείχη αρχίζουν τα ευτράπελα, καθώς ο Μπόντινοκ βλέπει έναν καταυλισμό γνώμων και έχοντας πολύ καιρό να συναντήσει άλλους του είδους του, τρέχει να ξαναβρεί λίγη γνωμοσυντροφιά και ίσως και κάνα γκομενάκι. Ο Σόνικ αποφασίζει για κάποιο λόγο να διακόψει το καμάκι του Μπόντινοκ σε μια νεαρή γνώμαινα με μια ξεγυρισμένη death attack που στέλνει τον Μπόντινοκ αναίσθητο στο έδαφος και την πιθανή ερωμένη μακριά ουρλίαζοντας.

Αμέσως καταφθάνει η αστυνόμευση της πόλης, ξωτικά καβάλα σε μεγάλους πτεροδάκτυλους για να συλλάβουν το δολοφόνο. Ο Σόνικ τους αποδεικνύει ότι ο Μπόντινοκ δεν είναι νεκρός και στην ερώτηση τους γιατί το έκανε απάντησε το αινιγματικό «μα έφερα 20!». Η αστυνόμευση τελικά αποχώρησε και ο Μπόντινοκ ορκίστηκε εκδίκηση.

Στο εσωτερικό της πόλης χωρίστηκαν.
Ο Άβαταρ βρέθηκε να περιπλανιέται στη συνοικία των εμπόρων όπου αγόρασε ένα μεγάλο φλεγόμενο τσεκούρι από έναν πολύ συμπαθητικό Νάνο έμπορα ονόματει Μπόντρικ. Ο Μπόντρικ αποδείχθηκε πως καταγόταν από την ίδια φυλή με τον Άβαταρ και ήταν ήρωας κάποτε, που είχε πολεμήσει και σκοτώσει μάλιστα έναν πράσινο δράκο με την ομάδα του κάπου στα βόρεια. Η ομάδα του διαλύθηκε όταν, μετά τη μάχη με το δράκο, ο γνώμος δολοφόνος σκότωσε τον ιερέα και τη μάγισσα της ομάδας για να πάρει τα λύτρα, οπότε μόνο αυτός και ένας νάνος φίλος του γλίτωσαν (ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΟΥΣ ΓΝΩΜΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ ΑΒΑΤΑΡ).Ο μόνος που νίκησε ποτέ τον Μπόντρικ ήταν η γυναίκα του.

Το ίδιο συνέβαινε και με τη γυναίκα του έμπορα που επισκέφτηκε ο Μόρντιακ και του οποίου το μαγαζί βρισκόταν ακριβώς απέναντι από του Μπόντρικ. Ο Μόρντιακ ζήτησε από αυτόν τον κατασκευαστή πανοπλιών να του κατασκευάσει μια πανοπλία για την ύαιανα φτιαγμένη από το καβούκι ενός τέρατος που είχαν πολεμήσει στο Άσενπορτ.

Η Φέλονυ ανέβηκε μέχρι την πλούσια συνοικία της πόλης όπου επισκέφτηκε τη συντεχνία μαγικών αντικειμένων Όστρια. Οι τιμές στη συντεχνία ήταν αστρονομικές για όλα τα ντικείμενα, αλλά η Φέλονυ τσίμπησε ένα γκομενάκι πωλητή ο οποίος της έδωσε τη διεύθυνση του για να τον επισκεφτεί όποτε ήθελε.

Ο Παπατζίμ και ο Μπόντινοκ βρέθηκαν να χαζεύουν τα μαγικά αντικείμενα στο μαγαζάκι του «Χαρούμενου λαγού», ενός μάλλον εκκεντρικού μάγου που έτρεχε μια μισοπαράνομη επιχείρηση φτηνών μαγικών αντικειμένων. Ο ίδιος δήλωσε πως η Όστρια είχε γίνει σχεδόν μονοπώλιο και επιβαλλόταν στην αγορά με ραγδαίους ρυθμούς και πως το μπαστούνι του Μπόντινοκ ήταν κατάφορα κακο.

Ο Οζάιντ βρήκε το πιο άνετο και σχετικά φτηνό πανδοχείο για την ομάδα.

Ο Σόνικ το ίδιο βράδυ αναζήτησε, στην πιο κακόφημη συνοικία της πόλης τη συντεχνία των δολοφόνων για να τους παρακαλέσει να γίνει ένας από αυτούς. Αλλά τα όσα ακολούθησαν ανήκουν σε άλλη ιστορία..

Μετά τη δύση του ηλίου, καθώς όλοι γυρίζανε στο πανδοχείο, μια φωνή ήχησε στο μυαλό των ηρώων « Οι υπηρεσίες σας θα μου ήταν χρήσιμες. Αν ενδιαφέρεστε για δουλεία, ζητήστε τον Σούρ’κιιλ αύριο το πρωί στο πανδοχείο «Ηλιοβασίλεμα». Να είστε έτοιμοι για ταξίδι.» Η ομάδα αποφάσισε να πάει, οπότε το επόμενο πρωί βρέθηκαν στο πολυτελές πανδοχείο να ατενίζουν τη θάλασσα από το μπαλκόνι του εργοδότη τους. Ο Σούρκιιλ ήταν ένας μεσόκοπος κομψός άντρας με περιποιημένο γκρι γενάκι που τους υποσχέθηκε 250 g την εβδομάδα για να του φέρουν τρία κειμήλια από έναν αρχαίο τροπικό ναό στην χερσόνησο της Qbarra.
Τα τρία κειμήλια ήταν ένας μεγάλος πολύτιμος κρύσταλλος, δύο πλάκες με αρχαία γραφή και μία μεγάλη πέτρα χαραγμένη ώστε να αναπαριστά μάτι δράκου.Οι παίκτες συμφώνησαν. 
Ο Σουρ’κιιλ ήταν αρχικά έτοιμος να φύγουν αμέσως, αλλά μετά από παράκληση των ηρώων κανονίστηκε να ξεκινήσουν το επόμενο πρωί. Η ημέρα κύλησε ήρεμα με τους ήρωες χαρούμενους που βρήκαν τελικά δουλεια.

Όταν σκοτείνιασε η Φέλονυ πήγε στη διεύθυνση που της είχε δώσει ο νέος από την Όστρια και χτύπησε την πόρτα. Της άνοιξε ένας συγκάτοικος του.To εσωτερικό του διαμερίσματος ήταν μισοσκότεινο και ανάκατο. Το νεαρό ξωτικό που είχε γνωρίσει στην όστρια απομάκρυνε το συγκάτοικό του από το δωμάτιο και, αφού πρόσφερε στην Φέλονυ ένα ελαφρύ αλκοολούχο, της συστήθηκε ως Χαάρες.

Το ακόλουθο rp το έχω κρατήσει σε ένα σχολικό τετράδιο και το μεταφέρω αυτούσιο εδώ.
Φέλονυ: Τον κοιτάω με ένα λάγνο ύφος, κσι τον ρωτάω «Μπορώ να σε εμπιστευτώ;»
DM: Σου απαντάει «εννοείται!» κοιτώντας σε με χαμόγελο που στάζει μέλι. (Its a noob trap, όπως θα έλεγε και ο Σόνικ).
Φέλονυ: Τον ρωτάω αν ξέρει τίποτα για την πέτρα μου, και αν όχι, αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να ξέρει.
DM: Σου λέει οτι δεν ξέρει, αλλά μπορεί κάτι να γνωρίζει ο ιδιοκτήτης της Όστριας. Απλά θα είναι πολύ δύσκολο να τον συναντήσεις εξαιτίας της γραφειοκρατίας.
Φέλονυ: Του λέω για αυτόν στο «Ηλιοβασίλεμα» και την αποστολή και του ζητάω τη γνώμη του για αυτόν και το περιεχόμενο της αποστολής. Πως θα μπορούσα να προετοιμαστώ καλύτερα για αυτήν;
DM: Ακούει με ενδιαφέρον. Μετά σου λέει να μην εμπιστεύεσαι τον εργοδότη σου γιατί κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αρχαιοκάπηλος και να σε μπλέξει και εσένα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν ξέρεις πολλά για την τοποθεσία που κατευθύνεστε.
Φέλονυ: Τον ρωτάω και κάποια πράγματα για τον εαυτό του, από που κατάγεται κλπ.
DM: Διστάζει λίγο, σαν να το σκέφτεται και μετά σου λέει ότι κατάγεται από ένα χωριό ξωτικών πολύ πολύ μακριά, που δε θα το έχεις ακουστά, κοντά στην πρωτεύουσα των ξωτικών της Ράλιον, το οποίο δέχτηκε πριν από χρόνια επίθεση επίθεση από Ντρόου. Εκεί χάθηκαν οι γονείς του και ταξίδεψε ως την πόλη των Τεσσάρων Ανέμων για να κάνει την τύχη του.
Φέλονυ: Τέλος, λοιπόν, τον ευχαριστώ για όλα και του λέω πως θα ξαναέρθω να τον δω και τον αποχαιρετώ και του δίνω και ένα φιλί να με σκέφτεται για την υπόλοιπη βδομάδα, μήνα, χρόνο, μέχρι να ξανάρθω τελοσπάντων!
DM: Τον φιλάς και σε συνοδεύει σκεφτικός μέχρι την πόρτα. Λίγο πριν σε αποχαιρετήσει, ξαφνικά φαίνεται να παίρνει το θάρρος και να ετοιμάζεται να πει κάτι. «Λοιπόν, θα έρθω και εγώ μαζί. Αυτή η αποστολή φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και είναι καιρός για ένα διάλλειμα από την βαρετή ζωή της πόλης! Θα σας ακολουθήσω και θα βοηθήσω όσο μπορώ. Έχω τα μέσα και τη γνώση. Αρκεί όλο αυτό να γίνει με μυστικότητα. Λοιπόν, τι λες;»


Επίλογος πρώτου μέρους: Το ίδιο βράδυ, με το σκοτάδι να έχει απλωθεί για τα καλά πάνω από την πόλη, όλη η ομάδα έχει μαζευτεί στο πανδοχείο που είχαν κλείσει για το βράδυ. Όσο κι αν περιμένουν τον Σόνικ όμως, αυτός δεν εμφανίζεται. Τελικά, ανήσυχοι οι υπόλοιποι του γκρουπ τον αναζητούν στα στενοσόκακα της πιο κακόφημης συνοικίας της πόλης. Ο ίδιος τους αντιλαμβάνεται πρώτος, αλλά προτιμά να μην κάνει αισθητή αμέσως την παρουσία του. Εξάλλου νοιώθει το κεφάλι του βαρύ μετά από την απόφασή του να γίνει δολοφόνος της συντεχνίας των τεσσάρων ανέμων. Έχει μια τελευταία δουλείτσα. Η ματιά του πέφτει σε έναν ρακένδυτο γέρο ζητιάνο κουλουριασμένο στην άκρη του δρόμου και τον πλησιάζει. «Μια μικρή βοήθεια παλληκάρι μου..» Παρακαλεί ο γέρος. Ο Σόνικ στέκεται στο σκοτάδι και τον κοιτά. «Έχω κάτι για σένα παππού» Ο Σόνικ σκύβει και αφήνει 2 χρυσά μπροστά στο ζητιάνο. Εκείνος σκύβει να μαζέψει τα λεφτά και καθώς στηρίζεται με το ροζιασμένο του χέρι στον ώμο του Σόνικ εκείνος τον διαπερνά με το στιλέτο του. Το άγγιγμα του γέρου γίνεται γερή αρπάγη που ξαφνιάζει το ξωικό. Με μάτια που γυαλίζουν ο ζητιάνος λέει στο αυτί του Σόνικ: «Όνειρο ονείρου είμαστε και είστε όλοι παιδιά του, και από το δάσος της σαρκός δεν φύγατε ποτέ...» Και πεθαίνει. Ο Σόνικ βρίσκει την υπόλοιπη ομάδα και απομακρύνονται μες στη νύχτα.

No comments:

Post a Comment