Monolith from beyond time

Monolith from beyond time
Heathen

Saturday, April 18, 2015

Last breaths of Ashenport

Chapter 1: Last breaths of Ashenport



Μισός χρόνος πέρασε από τα γεγονότα του Γκριζογέρακα. Ο Οζάιντ, ο Μόρντιακ και ο Σόνικ ψάχνανε μάταια για δουλειά ως μισθοφόροι όλο το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες χώρες νότια της Ράλιον. Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου σώθηκαν και τα τελευταία αποθέματα χρημάτων των ηρώων. Εκεί που τα πράγματα έμοιαζαν δύσκολα, μια απρόσμενη δουλεία βρέθηκε άξαφνα μπροστά τους κατά τη διαμονή τους στην πόλη των ψαράδων της Καρ’κοχαιντ. Τέσσερεις έμποροι διατείθονταν να δώσουν 1000 χρυσά ο καθένας στους ήρωες, εάν αυτοί μετέφεραν κάποιες αποδείξεις πληρωμών στην πολη των τεσσάρων ανέμων, μια μεγαλούπολη αρκετές εβδομάδες δυτικά. Οι ήρωες δέχτηκαν.
Τις πρώτες 3 βδομάδες του ταξιδιού της η ομάδα κινήθηκε δυτικά κατά μήκος της ακτογραμμής περνώντας από μικρά παραθαλάσσια χωριουδάκια για ανεφοδιασμό. Το εμπόριο, πλούσιο κάποτε στην περιοχή, είχε εξασθενίσει μετά την πτώση της Νέραθ, της αυτοκρατορίας των ανθρώπων και πολλά από τα παράκτια χωριουδάκια κείτονταν ερειπωμένα. Από τη μέση του ταξιδιού τους και για ημέρες μετά, οι ήρωες δε συνάντησαν άλλον άνθρωπο κατά μήκος του δρόμου, μόνο ερείπια.
Ένα βράδυ στο τέλος της τρίτης βδομάδας, η πρώτη καταιγίδα του φθινοπώρου ξέσπασε σε όλο της το μεγαλείο. Μέσα στην κοσμοχαλασιά ο Οζάιντ διέκρινε ένα αμυδρό φως στον ορίζοντα. Τρέχοντας προς το φως με την ελπίδα εύρεσης καταφυγίου, η ομάδα βρέθηκε μπροστά στα ξύλινα τείχη του πρώτου κατοικίσιμου ψαρωχωριού που αντίκριζαν εδώ και ημέρες. Διαφώνισαν ως προς το τι έπρεπε να κάνουν, αλλά τελικά αποφάσισαν να μείνουν και να ψάξουν για κατάλυμα.

Η ξύλινη πύλη ήταν αφύλαχτη. Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και γεμάτοι λάσπη από τη βροχή, τα κτίρια παλιά ξύλινα οικήματα ποτισμένα με ιώδιο και αρμύρα. Ρωτώντας ένα νεαρό άντρα που γύριζε σπίτι του έχοντας ασφαλίσει την βάρκα του από τη βροχή έμαθαν πως το χωριό είχε μόνο ένα πανδοχείο, «το Ήπιο Αρμένισμα» που αν και είχε δει και πιο ένδοξες ημέρες, παρέμενε στεγανό από το νερό και υποσχόταν ζέστη και καλό φαγητό. Λίγο πριν αφήσουν τον άντρα ο Σόνικ-που εκτός από τοιχοδιώκτης τότε ήταν και λίγο μάγος/assassin/illusionist ακόμα- είχε μια παράξενη διαίσθηση (εγώ πάντως δεν του είπα τίποτα+ μου χάλασε και το στόρυ όπως το χα ετοιμάσει αλλά έχε χάρη που είμαι καλός δμ) έκανε charm στον άνθρωπο και τον ρώτησε αν όντως οι τέσσερεις τους θα ήταν ασφαλείς στο παδοχείο. Αυτός τότε αποκρίθηκε «ΌΧΙ! Τρέξτε μακριά να σωθείτε!» Τότε ο Σόνικ πήγε να του επιτεθεί αλλά το μετάνοιωσε. Το ξόρκι έσπασε και ο ψαράς συνέχισε την πορεία του σαν να μην συνέβη τίποτα.

Οι τρεις τους διαφώνησαν έντονα για το τι έπρεπε να κάνουν. Ο Σόνικ επέμενε να κοιμηθούν στο πανδοχείο, ο Οζάιντ ήθελε να διασχίσουν την πόλη και να συνεχίσουν το δρόμο τους ενώ ο Μόρντιακ ήθελε να εγκαταλείψουν την πόλη και να κοιμηθουν στο δάσος, μέσα στην καταιγίδα. Τελικά ο Οζάιντ έπεισε τους άλλους δυο. Ενώ διέσχιζαν την κεντρική πλατεία του χωριού, στη μέση του οποίου βρισκόταν ένα αλσύλλιο, τους την έπεσαν δολοφόνοι με ένα ασημένιο φυλαχτό σε σχήμα φιδιού στο στήθος τους. Αφού τους ξέκανε, η ομάδα αποφάσισε ότι εκεί έξω ήταν επικίνδυνα για βολτούλες στην καταιγίδα και αποφάσισαν να βρουν καταφύγιο στο αλσύλλιο, στο κέντρο της πλατείας. Κάτω από τα δέντρα οι ήρωες ανακάλυψαν ένα σπασμένο βωμό της Ελόνας, τον οποίο ο Μόρντιακ επισκεύασε. Έπειτα κοιμήθηκαν.


Μέσα στη νύχτα ο Οζάιντ ξύπνησε από ένα τρομακτικό παρατεταμένο ουρλιαχτό που ερχόταν από τη θάλασσα. Το ουρλιαχτό, που έμοιαζε με κλαάμμα φάλαινας, τραβούσε τους άλλους δύο προς τη θάλασσα. Έντρομος ο Οζάιντ προσπάθησε να σταματήσει την υπνοβασία των φίλων του πριν φτάσουν στην παραλία. Σύντομα αποδείχτηκε ότι και άλλοι είχαν υποκύψει στο κάλεσμα του ουρλιαχτού: σχεδόν όλοι οι θαμώνες του ήπιου αρμενίσματος υπνοβατούσαν κάτω από τη βροχή ή προσπαθούσαν να συνεφέρουν τους συντρόφους τους. Κάποιοι πνίγηκαν, μαζί με τον άντρα της Τέρζα, μιας half elf που οι παίκτες γνώρισαν στην παραλία. Ταυτόχρονα άρχισαν να επιτείθενται στο πλήθος κάποιοι αηδιαστηκοί ψαράνθρωποι τους οποίους η ομάδα καθάρισε.Η ομάδα βοήθησε τους επιζώντες αν επιστρέψουν στο πανδοχείο όταν το ουρλιαχτό τέλειωσε. Ανέφερα την ύαινα; Η ύαινα, το pet του Μόρντιακ έσωσε πολλούς εκείνο το βράδυ.
Μέσα στο πανδοχείο οι ήρωες συνάντησαν τον Μπόντινοκ και τον Άβαταρ, που εντελώς κατά τύχη και χάρη στην καθοδήγηση του DM βρέθηκαν ταυτόχρονα στο Άσενπορτ ψάχνοντας για δουλειά. Εκεί γνώρισαν και τον Λίικ Άρογουέι, γνωστό και ως Μπαμπατζίμ.
Λίγα λόγια για τον Λίικ. Ο Λίικ είναι ο τελευταίος απόγονος της ένδοξης φατρίας των Άρογουει, των κυβερνητών της χώρας Κόαμ. Γενικά οι Άρογουει- και όλοι οι κάτοικοι της Κόαμ- δεν κολλάνε και πολύ σε ιδεολογικά, ηθικά και λοιπά κλισέ. Αν λείπει σε μια οικογένεια ο νεκρός παππούς τον σηκώνουν ως ζόμπι και τον βάζουν να πιει μαζί τους τσάι ή να προσέχει τα μωρά, το Βουντού θεωρείται ενδεδειγμένη θεραπεία για την καταπολέμηση της αρθροίτιδας (βλ Κατοπόδη) κλπ. Οι Άρογουει είναι όλοι Evil, οι περισσότεροι από αυτούς ακόλουθοι του Βέκνα και όλοι μαυρομάλληδες. Αν κάποιος τσεκάρει το γενεαλογικό τους δέντρο θα ανακαλύψει μερικές σαρδόνιες και διαχρονικές προσωπικότητες. Ο Λίικ, ωστόσο, γεννήθηκε ξανθός, και οι προφητείες δήλωσαν ξεκάθαρα ότι ήταν ο εκλεκτός του Πέλορ στη γή. Οι γονείς του όταν το ανακάλυψαν αυτό εκνευρίστηκαν και πιθανότατα τον σκότωσαν για να μην χαλάει το όνομα της οικογένειας. Η διαδοχή δεν τους ένοιαζε και πολύ γιατί ήδη είχαν έναν πρωτότοκο, τον Άλεκ, ο οποίος από μικρός φαινόταν ότι θα γίνει ένας άξιος Κόαμ.
Όλα αυτά βέβαια ο Μπαμπατζίμ τα διάβασε σε ένα σκονισμένο βιβλίο στο μοναστήρι που μεγάλωσε και έγινε ιερέας. Τα μόνα απτά στοιχεία που είχε ο ίδιος για την καταγωγή του ήταν το χρυσαφένιο του μαλλί και ένα χρυσό οικογενειακό μενταγιόν στο εσωτερικό του οποίου ήταν σκαλισμένες πάνω σε ελεφαντόδοντο δύο λέξεις: «Leoeak Arroway».
Η Τέρζα αποκάλυψε στην ομάδα ότι δούλευε για το ‘Χρυσό φύλλο’ και ότι αυτή και οι μπράβοι της μετέφεραν εμπορεύματα στην πόλη των τεσσάρων ανέμων. Υποσχέθηκε στους ήρωες αμοιβή αν κατάφερναν να συνοδεύσουν το καραβάνι ασφαλές μέσα από τους ψαρανθρώπους και τη βροχή στην επόμενη μεγάλη πόλη.
Όλοι ξεκίνησαν να διασχίσουν το έρημο χωριό όταν μέσα στη βροχή ο Σόνικ εντόπισε μια σκιά να κινείται στο νεκροταφείο της πόλης, το οποίο βρισκόταν πάνω σε εναν λόφο. Αμέσως τα 6 Μόγγολα τρέξαν προς τα εκεί, αναγκάζοντας το υπόλοιπο καραβάνι να γυρίσει στην ασφάλεια του πανδοχείου. Στο νεκροταφείο πολέμησαν ζόμπις και έναν κακό ιερέα, εξερεύνησαν το παρεκκλήσι του Πέλορ στο οποίο ο Σόνικ ανακάλυψε μια ζώνη δύναμης που φαντάστηκε ότι θα του έδινε και υπεράνθρωπη ταχύτητα, ενώ ο Μπόντινοκ έφαγε το κεφάλι του όταν ο Μόρντιακ, μεταμορφωμένος σε αρκούδα τον εκτόξευσε στην σοφίτα της εκκλησίας σπάζοντας τις σανίδες της οροφής. Καθώς εξερευνούσαν το υπόλοιπο νεκροταφείο και την κυρίως εκκλησία, προσγειώθηκε στον λόφο ο Μεγάλος Κόκκινος δράκος, άρπαξε τον Μόρντιακ και τον ρώτησε «που είναι η πέτρα;». Πριν βρει κάτι πνευματώδες ο Μόρντιακ να απαντήσει, ο Σόνικ, σκαρφαλωμένος στην οροφή της ταράτσας, κατάφερε, σε μια επείδηξη δύναμης, να ξεκολλήσει το μεγάλο σύμβολο του πέλορ της οροφής και να το καρφώσει στο μάτι του δράκου. Η ομάδα υποχώρησε στα υπόγεια του ναού ενώ ο μονόφθαλμος πλέον δράκος ξερνούσε πίσω τους φωτιές.



Στα υπόγεια ανακάλυψαν περισσότερους ψαράνθρωπους και έγιναν επικές μάχες. Οι ψαράνθρωποι άρπαξαν τον Οζάιντ και τον Άβαταρ και τους χρησιμοποιούσαν ως όπλα. Ο Άβαταρ έσπασε το λογχοπέλεκυ του. Αμέσως άρπαξε την τρίαινα ενός ψαρανθρώπου από κάτω και μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα την έσπασε και αυτή. Στην επόμενη μάχη βάραγε με μπουνίδια, με τα οποία ήταν πιο αποτελεσματικός.
Όταν η μάχη τέλειωσε οι ήρωες έψαξαν τα γύρω δωμάτια. Ένα από αυτά, ένας μικρός χώρος 10Χ10 ποδιών, ήταν τελείως άδειο. Μόνο μια μαύρη ημιδιάφανη πέτρα σαν ακατέργαστο διαμάντι αιωρούταν πάνω από μια μαύρη τρύπα στο πάτωμα. Ο απέναντι τοίχος ήταν διακοσμημένος με μια τοιχογραφία που απεικόνιζε τον Ντάγκον και μια σπέιρα.Οι ήρωες απέσπασαν την πέτρα και ο Παπατζίμ την πήρε και έτρεξε πάνω, στο δράκο.
«Μήπως ψάχνεις αυτό;»Φώναξε στο δράκο και του την πέταξε. Ο δράκος την άρπξε και τότε ο Παπατζίμ έκανε Shatter spell για να τη σπάσει αλλά η πέτρα δεν έσπασε. Ο Παπατζίμης ξαναέτρεξε στα υπόγεια πριν γίνει ψητός.
Στο τελευταίο δωμάτιο η ομάδα ήρθε αντιμέτωπη με τον Άλδανις, τον ιερέα του χωριού. Ο Άλδανις τους αποκάλυψε ότι όλοι στο χωριό ήταν κάποτε πιστοί της Ελόνα, αλλά όταν το εμπόριο στην περιοχή κατέρρευσε αναγκάστηκαν να στραφούν στον Τιτάνα Ντάγκον, ο οποίος φρόντιζε για τη διαβίωσή τους με ένα αντάλλαγμα: τις ψυχές των χωρικών και τις ψυχές όλων των επισκεπτών του χωριού. Έπειτα ο ιερέας παραδέχτηκε την αξία τους και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν και να γίνουν μαθητευόμενοι του Ντάγκον. Ο μόνος που δέχτηκε ήταν ο Μόρντιακ. Ενώ ο ιερέας τον χαιρέτιζε και ο Μόρντιακ στεκόταν δίπλα του, ο Σόνικ έγινε αόρατος και προσπάθησε να σκοτώσει τον Άλδανις, αλλά τα έκανε θάλασσα και κατέληξε πάνω στο βωμό του Άλδανις, φαινομενικά αναίσθητος με τον ιερέα να δείχνει στο νέο του μαθητευόμενο πως να θυσιάζει σωστά ένα ελφ.
Πριν ολοκληρωθεί η θυσία ο Παπατζίμ φώναξε όλο θυμό στον ιερέα ότι αυτός ποτέ δε θα ακολουθούσε τον ιερέα γιατί ποτέ δε θα πρόδιδε την πίστη του όπως έκανε ο Άλδανις. Τότε ο Άλδανις έδειξε στον Λίικ το παλιό τατουάζ της Ελόνα που είχε στο στήθος του και του είπε «Και εγώ ήμουν κάποτε σαν εμένα, νέος και γενναίος. Θα έρθει κάποτε η στιγμή που δε θα διαφέρεις και πολύ από μένα, να μου το θυμηθείς αυτό». Ο Λίικ έσφιξε τα δόνται και δεν αντέδρασε, για να μην προκαλέσει το θάνατο του Σόνικ.
Ο Άλδανις θυμήθηκε ωστόσο τον Σόνικ και βάζοντας το μαχαίρι στο λαιμό του είπε στον Μόρντιακ.. καλά δε χρειάζεται να περιγράψω τη σκηνή, την έχουμε σε ένα βιντεάκι που αξίζει να δείτε. Φυσικά ο Μόρντιακ δεν ήξερε ότι 5 χρόνια μετά θα τον έπιανα εγώ στον ύπνο με τον ίδιο τρόπο.
Ο Σόνικ το σκάει και η μάχη με τον Άλδανις αρχίζει. Ανάμεσα σε σπελλς και ψαρανθρώπους, κάνει την εμφάνισή της η Φέλονυ μέσα από μια πύλη.
Η Φέλονυ, που τόσα χρόνια μετά δεν έχει ακόμα επίθετο, είναι ένα νεαρό Κάλασταρ. Κόρη της ευγενούς Σέλινορ και του μάγου Φόρνεους, μεγάλωσε σε μια μικρή κοινότητα στις παρυφές της Λεισθένας, της πρωτεύουσας των ξωτικών της Ράλιον. Το χωριό της ήταν τόσο μικρό που δεν είχε όνομα, οπότε η Φέλονυ ταξίδευε καθημερινά ως την πρωτεύουσα για να μαθητεύσει σε μια από τις λίγες Ψιονικές ακαδημίες της χώρας. Ένα μεσημέρι που επέστρεφε σπίτι, την ημέρα των 120ών της γενεθλίων ( συμβολική ημερομηνία ενηλικίωσης για τα ξωτικά), βρήκε το σπίτι της άνω κάτω και τη μητέρα της νεκρή στο διάδρομο. Μια δυνατή έλξη την οδήγησε προς ένα σημείο του τοίχου στο οποίο σχηματίστηκε μια πύλη από την οποία βγήκε μια πέτρα. Η Φέλονυ φέρει αυτή την πέτρα μαζί της προσπαθώντας να ξεκλειδώσει τα μυστικά της.
Στο διπλανό δωμάτιο ο πατέρας της μονομαχούσε με έναν άγνωστο μάγο. Όταν την είδαν σκαλώσανε και οι δύο, αλλά από τα δύο Κάλασταρ, ο άγνωστος ήταν ταχύτερος. «Φέλονυ!» φώναξε και άνοιξε μια πύλη που κατάπιε τη Φέλονυ και την οδήγησε.. 175 χρόνια στο μέλλον όπως αποδείχτηκε, αφού το χωριό της τώρα είναι συντρήμια από την επίθεση των Ντρόου (ναι, ο Οζάιντ και οι Φέλονυ είναι συγχωριανοί, αλλά ο Οζάιντ 175 χρόνια νεότερος).
Αργότερα (αυτό το ρπ έπρεπε να είχε γίνει) η μητέρα της που η Φέλονυ πρόσφατα ξαναζωντάνεψε της είπε όλη την αλήθεια: ο πατέρας της ήταν ο άγνωστος, ο Όμπερον και ο Φόρνεους ήταν ο άπληστος αδερφός του που είχε μαγέψει τη μητέρα της και όλο το χωριό περιμένοντας πότε η Φέλονυ θα ενηλικιωθεί για να της πάρει την πέτρα.
Η πύλη οδήγησε τη Φέλονυ ακριβώς στη μέση της μάχης. Με ένα γρήγορο guessing βρήκε ποιοι ήταν μάλλον οι καλοί και με ρατσιστικό μένος πολέμησε τους ψαρανθρώπους και κιλλστίλαρε τον Άλδανις με το κοράκι της, γιατί τότε ακόμα ήταν μάγισσα. (Το συμπέρασμα είναι ότι ο μόνος ορίτζιναλ μάγος από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ο Μπόντι- ώπα, λάθος, δεν είναι μάγος.)
Αφού πέθανε ο Άλδανις αναγεννήθηκε μέσα στη μολυσμένη πηγή πίσω από το βωμό και το έσκασε κάνοντας sanctuary. Ερευνώντας τα πτώματα των ψαρανθρώπων η ομάδα ανακάλυψε ότι κάποια από αυτά ανήκαν στους πρόσφατα πνιγμένους ανθρώπους από το Χρυσό Φύλλο, καθώς και ένα σκισμένο σημείωμα προς τον Άλδανις από την Βολ, το οποίο κάπου βόσκει στο μπλογκ. Βγαίνοντας από το ναό οι παίκτες είδαν πως ο δράκος είχε φύγει και το πρωί είχε έρθει. Αμέσως το κάλεσμα από τα βαθειά ξανακούστηκε και ένας νέος γύρος κυνηγητού μεταξύ υπνωτισμένων και ξύπνιων ακολούθησε.
Πίσω στο πανδοχείο, έχοντας σώσει όσους μπορούσαν πάλι, οι παίκτες ανακάλυψαν τον πανδοχέα να τους δηλητηριάζει τα φαγητά στην κουζίνα (θυμίζω ότι ως τώρα όλο το χωριό ήταν έρημο μετά το πρώτο κάλεσμα). Όταν τον ανακρίναν ο πανδοχέας παραδέχτηκε ότι όλο το χωριό ακολουθούσε τον Ντάγκον και ομολόγησε ότι οι χωρικοί μαζεύονταν σε μια σπηλιά στα βράχια κοντά στη θάλασσα για μια τελετή που θα τους επέτρεπε να νικήσουν την ομάδα. Τους προειδοποίησε ότι οι πιστοί χρησιμοποιούσαν πολλές παγίδες και ιλλούζιον.Αμέσως οι παίκτες τράβηξαν προς τα εκεί.
Στη σπηλιά πολέμησαν τεράστια θαλασσινά τέρατα, ακολούθους του Ντάγκον, ψαρανθρώπους και ιερείς τους οποίους κατατρόμαξε ο Μόρντιακ μεταμορφωμένος σε αρκούδα, όλα αυτά ενώ έλεγχαν κάθε πιθαμή του χώρου για παγίδες και ιλλούζιονς. Ο Μπόντινοκ βρήκε δύο σατανικά μπαστούνια που ρουφούσαν ψυχές, του ενός εκ των οποίων πλέον η τύχη αγνοείται. Εκεί που νόμιζαν ότι ξεμπέρδεψαν έκανε εμφάνιση από τα βαθειά η πηγή του καλέσματος στο άσενπορτ: το voice of Dagon, το οποίο μπορείτε να δείτε παρακάτω.
Αμέσως οι παίκτες έσπευσαν να του κατεβάσουν ότι δυνατά αμπίλιτις είχαν, μόνο και μόνο για να αποδειχτεί στον επόμενο γύρο ότι το Voice ήταν μια ψευδαίσθηση του πραγματικού, το οποίο έσκασε μύτη αμέσως μετά. Η μάχη ήταν πολύ σκληρή και το τέρας πειραγμένο, αλλά ακόμα πιο πειραγμένος ήταν ο Druid που κατέβασε το τελειωτικό χτύπημα. Υπήρξαν και κάποια παρατράγουδα όπως ο παρολίγον θάνατος της Φέλονυ από τον σαγηνεμένο από το Voice Σόνικ. Η Φέλονυ από τότε το γύρισε σε Ψιον.
Με το θάνατό του το Voice έβγαλε έναν επιθανάτιο εκδικητκό ρόγχο. Όταν οι ήρωες βγήκαν από τη σπηλιά η καταιγίδα είχε περάσει και η παραλία απ’άκρη σ’άκρη σε όλο το Άσενπορτ ήταν σπαρμένη με δεκάδες ίχνη, τα ίχνη των κατοίκων που ο Ντάγκον εξαγριωμένος με το θάνατό του Voice τράβηξε στον βυθό..
Οι παίκτες πήρανε την Τέρζα και τους υπόλοιπους εμπόρους από την ταβέρνα και ανενόχλητοι συνέχισαν την πορεία τους. Λίγες μέρες μετά έφτασαν αισίως στην πόλη των τεσσάρων ανέμων.
Δεν ήξεραν βέβαια ότι μεγαλύτεροι μπελάδες για την ομάδα μαζέυονταν σαν σμήνος δράκων στον ορίζοντα πάνω από την πόλη..


No comments:

Post a Comment